ο Μουχούστι ήταν μία από τις συνοικίες της Άρτας όπου λάμβανε χώρα η ετήσια εμποροπανήγυρη της πόλης. Η ακριβής προέλευση του ονόματος «Μουχούστι» (ή μχουστ στο τοπικό ιδίωμα) δεν είναι γνωστή όμως υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή είναι εκείνη που υποστηρίζει ότι η λέξη είναι αρβανίτικης προέλευσης και σημαίνει εμποροπανήγυρη ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή προέρχεται από την αραβική λέξη Medhuseua, που σημαίνει ζωοπάζαρο. Σήμερα ο όρος «Μουχούστι» διατηρείται ακόμη στην περιοχή και έχει ταυτιστεί με την Πανελλήνια Γενική Έκθεση Άρτας.
Ο μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης & Πρεβέζης» (εκδ.1884) μας πληροφορεί ότι στην Άρτα υπήρχαν 11 ενορίες και 10 θέσεις (συνοικίες). Οι συνοικίες ήταν της Περιβλέπτου, των Ταμπακιάδων (βυρσοδεψών) ή της Δάφνης, Τουρκοπάζαρο, Αγίας Θεοδώρας ή Λούκενας ή Καραπάνου, Μουχούστι, Μονοπώλειο, Πλάτανος, Αλμπαναριά, Ρωμιοπάζαρο, Eβραϊκα και μαζί με τις συνοικίες του Ελιγιασβέη, του Βαγιαζήτ, των Μπέηδων και του Γεφυρόπουλου, η πόλη αριθμούσε συνολικά 14 συνοικίες.
Το Μουχούστι βρίσκονταν στα νοτιοδυτικά της πόλης, μεταξύ της σημερινής πλατείας Σκουφά και του πρώην κρατικού νοσοκομείου, δίπλα από τη συνοικία Αλμπαναριά και σε μικρή απόσταση από την αρχή της αγοράς, το Ρωμιοπάζαρο. Η συνοικία εικάζεται ότι πήρε το ονομά της από την Μονή Μουχουστίου Πλάκας στους Ραφταναίους, όπου κάθε χρόνο στις αρχές του Σεπτέμβρη γινόταν ζωοπανήγυρη. Η Μονή της Πλάκας συνδέθηκε με τη συνοικία της Άρτας μέσω κάποιων κτημάτων που είχε στην ιδιοκτησία της και βρίσκονταν στη συγκεκριμένη περιοχή.
Σημείο αναφοράς για τη συνοικία ήταν ο βυζαντινός ναός της Παρηγορήτισσας που δέσποζε στην περιοχή. Κοντά στο ναό υπήρχαν δύο μεγάλοι ογκόλιθοι, τους οποίους οι Αρτινοί αποκαλούσαν «καμήλες» διότι σύμφωνα με την παράδοση, υπήρχαν δύο καμήλες οι οποίες εκ θαύματος μεταμορφώθηκαν σε λίθους. Η συνοικία ήταν επίσης γνωστή για τους 4 νερόμυλους, οι οποίοι κατασκευάστηκαν στις αρχές του 18ου αιώνα για να εξυπηρετήσουν τους κατοίκους ενώ υπήρχε και ένα αυλάκι που μετέφερε το νερό του ποταμού για την άρδευση των κήπων και των περιβολιών.Σε μικρή απόσταση από τους νερόμυλους, κοντά στη σημερινή πλατεία Κιλκίς, υπήρχε ο τεκές των Μπεκτασήδων, το μουσουλμανικό νεκροταφείο, ένα από τα 6 τζαμιά της Άρτας και ο οικισμός των γύφτικων.Σύμφωνα με τον Σεραφείμ Ξενόπουλο, το έτος 1779, ο επόπτης των διοδίων και πασάς του Βερατίου της Αλβανίας, Κουρτ Αχμέτ πασάς, οικοδόμησε μεγαλοπρεπή παλάτια στη συνοικία Μουχούστι, μέρος των οποίων κατεδάφισε ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων για να κατασκευάσει το δικό του σεράι. To σεράι του Αλή χρησίμευε ως έδρα των διοικητών της Άρτας και χώρος δικαστηρίων.
Η συνοικία υπήρξε θέατρο μαχών κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας της Άρτας. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, στις 16 Νοεμβρίου 1821, μετά τη μάχη στο Μαράτι, καταστρώθηκε σχέδιο βάση του οποίου 300 Έλληνες με αρχηγούς τους Γεώργιο Καραϊσκάκη, Μάρκο Μπότσαρη, Φωτομάρα, Δράκο, Βέικο, Κουτελίδα και άλλους θα έπιαναν τους Μύλους στο Μουχούστι και θα εξαπέλυαν επίθεση. Οι Τούρκοι είχαν οχυρώσει καλά το Μουχούστι και είχαν τοποθετήσει μικρά κανόνια στην εκκλησία της Παρηγορήτισσας. Η συντονισμένη επίθεση των 300 Ελλήνων μαζί με τη συνδρομή άλλων 100 που είχαν τοποθετηθεί στην περιοχή της Οδηγήτριας (κοντά στο σημερινό δημοτικό στάδιο) είχε ως αποτέλεσμα να εκδιώξουν τους Τούρκους από την Παρηγορίτισσα και να κάψουν το παρακείμενο σεράι του Αλή πασά. Αργότερα, στη θέση του κατεστραμμένου παλατιού, η Τουρκική κυβέρνηση εγκατέστησε εργαστήρια, κρεοπωλείο και ιχθυοπωλείο ενώ με βάση τα αρχεία της Μονής Κάτω Παναγιάς, το 1878 υπήρχε στη συνοικία ένας φούρνος, ένα ελαιοτριβείο, ένας στάβλος και ένας ξενώνας, τα οποία ήταν ιδιοκτησία της Μονής.
Οι εμποροπανήγυρεις έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα και κατά την μεσαιωνική περίοδο διετελούσαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου. Κύριοι παράγοντες για την επιλογή του χώρου διεξαγωγής της εμποροπανήγυρης σε μία πόλη αποτελούσαν η γεωγραφική της θέση, η οδική σύνδεση, η γειτνιασή της με κάποιο λιμάνι και η εμπορικότητα. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι σημαντικότερες εμποροπανήγυρεις στην περιοχή της Ήπειρου ήταν εκείνες των Ιωαννίνων, της Άρτας, της Κόνιτσας και ο Λάμποβος της Παραμυθιάς.
Η Άρτα ήταν μία ακμάζουσα οικονομικά πόλη και αποτελούσε χώρο προνομιακό για το εμπόριο ενώ η γεωγραφική της θέση και η μικρή απόσταση από το σημαντικό λιμάνι της Σαλαώρας, την καθιστούσε κομβικό σημείο για τον έλεγχο της διακίνησης των προϊόντων. Η πόλη βρίσκονταν στο κέντρο μίας εύφορης πεδιάδας όπου οι κάτοικοι καλλιεργούσαν καπνό, σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, βρώμη, φασόλια, ρύζι και έκαναν εξαγωγές δερμάτων από βουβάλια, μάλλινων υφασμάτων και αυγοτάραχου ενώ υπήρχαν και άφθονα βοσκοτόπια για άλογα και βοοειδή, γεγονός που μαρτυρεί την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.
Την περίοδο από τον 17ο ως τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά υπήρχαν τρεις αγορές στην πόλη, το Ρωμιοπάζαρο το οπόιο εκτείνονταν στη σημερινή οδό Σκουφά μέχρι την πλατεία Μονοπωλείου, το Τουρκοπάζαρο από το Ρολόι μέχρι τη σημερινή λαική και τα Εβραϊκά από την πλατεία Μονοπωλείου ως το κάστρο. Η κυκλοφορία και η ανταλλαγή των προίοντων στην τοπική αγορά της Άρτας πραγματοποιούνταν μέσω της καθημερινής αγοράς, της εβδομαδιαίας αγοράς και της ετήσιας εμποροπανήγυρης. Η καθημερινή αγορά λειτουργούσε κατά κύριο λόγο στο Ρωμιοπάζαρο και ο χώρος ήταν σκεπασμένος με φτέρες και καλάμια. Η αγορά είχε περίπου 400 καταστήματα, κατά κύριο λόγο παπουτσάδικα και μαχαιράδικα, ενώ δεν υπήρχε μπεζεστένι. Η ψαραγορά της πόλης βρίσκονταν σε μία άκρη της αγοράς ενώ παρόμοια καταστήματα είχαν και οι Τούρκοι στη δική τους αγορά. Η εβδομαδιαία αγορά διεξάγονταν κάθε Κυριακή ενώ μετά τις ταραχές που ξέσπασαν το 1777 ανάμεσα σε Έλληνες και Εβραίους με παρότρυνση του Κοσμά του Αιτωλού, η διεξαγωγή της αγοράς μετατέθηκε για την Πέμπτη και γινόταν στην πλατεία Μονοπωλείου όπου οι κάτοικοι των γύρω χωριών εμπορεύονταν κυρίως είδη διατροφής όπως γιαούρτι, αβγά, γάλα, τυρί, λαχανικά, φρούτα και μέλι.
Η ετήσια εμποροπανήγυρη της Άρτας λάμβανε χώρα στη συνοικία Μουχούστι και διεξάγονταν κάθε Σεπτέμβριο. Ο Σεπτέμβριος αποτελούσε ιδανική περίοδο για την εμποροπανήγυρη διότι τα ζώα ήταν καλοθρεμμένα και μπορούσαν να πουληθούν σε καλύτερες τιμές ενώ ο καιρός ήταν ακόμη ευνοϊκός για τη θαλάσσια μεταφορά των εμπορευμάτων από και προς το λιμάνι της Σαλαώρας. Εξίσου σημαντικός παράγοντας ήταν και η οργάνωση των πανηγυριών, τα οποία διεξάγονταν με χρονική αλληλουχία (στα Γρεβενά τον Ιούλιο, στα Ιωάννινα τον Αύγουστο, στην Άρτα στα μέσα Σεπτεμβρίου και στην Παραμυθιά στα τέλη του ίδιου μήνα), γεγονός που επέτρεπε τη συμμετοχή του ίδιου εμπόρου σε περισσότερα από ένα εμπορικά πανηγύρια.
Oι Βενετοί κατά τον 18ο αιώνα έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για την εμποροπανήγυρη της Άρτας με συχνή παρουσία εμπόρων κυρίως από τα Επτάνησα, οι οποίοι έφερναν για πώληση υφάσματα, χαρτιά, γυαλικά και μπογιές ενώ αγόραζαν για λογαριασμό τους προϊόντα από την περιοχή της Ηπείρου. Σημαντικός παράγοντας για το εμπόριο των Βενετών ήταν η παρουσία του Βενετικού προξενείου στην Άρτα, το οποίο βοηθούσε στην προστασία των Βενετών υπηκόων και διασφάλιζε το εμπορικό τους συμφέρον.
Μετά την ενσωμάτωση της πόλης της Άρτας στο ελληνικό κράτος, στις 24 Ιουνίου 1881, η εμποροπανήγυρη άρχισε να χάνει σταδιακά την αίγλη της και η εμπορική κίνηση που παρουσίαζε ήταν αισθητά μικρότερη σε σχέση με την περίοδο της Τουρκοκρατίας διότι την εποχή αυτή γινόταν και ένα δεύτερο εμπορικό πανηγύρι στη Φιλιππιάδα, πιο ανταγωνιστικό και με χαμηλότερες τιμές, το οποίο προσέλκυε μεγάλο αριθμό Αρτινών εμπόρων.
Με την πάροδο του χρόνου υπήρξαν και τοπογραφικές μεταλλαγές με το ζωοπάζαρο να παραμένει στο Μουχούστι ενώ η ετήσια εμποροπανήγυρη μεταφέρθηκε κοντά στο κάστρο, περίπου στο ύψος της σημερινής πλατείας Καραϊσκάκη, όπου και παρέμεινε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90, πριν μεταφερθεί οριστικά στον χώρο του Εκθεσιακού Κέντρου Άρτας «Κώστας Βάγιας».
Αποσπάσματα από την Βικιπαίδεια.